- σιβυλλικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στη Σίβυλλα: Οι σιβυλλικοί χρησμοί ήταν ακατανόητοι.2. μτφ., προφητικός, μυστηριώδης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιβυλλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίβυλλα, σιβύλλειος (α. «Σιβυλλικοί χρησμοί» οι Σιβύλλειοι χρησμοί β. «Σιβυλλικά βιβλία» τα Σιβύλλεια*) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αινιγματικός, μυστηριώδης β) αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ακατανόητος,… … Dictionary of Greek
σιβυλλιακός — ή, όν, Α [Σίβυλλα] σιβυλλικός … Dictionary of Greek
σιβύλλειος — α, ο / σιβύλλειος, εία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [Σίβυλλα] σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και… … Dictionary of Greek
καβαλιστικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον καβαλισμό ή τους καβαλιστές: Καβαλιστικά γράμματα. 2. μτφ., μυστηριώδης, ακατανόητος, σιβυλλικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)